Τετέ και Ουναΐ προσπάθησαν στην Φλωρεντία, αλλά ο Παναθηναϊκός δεν τα κατάφερε με Φιορεντίνα Intime

Bloggers

Παναθηναϊκός: Δεν διαλέγεις πότε και για πόσο θα εμφανιστείς

14.03.25 | 18:01

Γράφει: Κώστας Βαϊμάκης

Ένας αποκλεισμός στην Ευρώπη είναι πάντα οδυνηρός, ακόμα κι από μέγεθος όπως η Φιορεντίνα, ακόμα κι αν μένεις με το «αχ» και νιώθεις ότι για μικρές λεπτομέρειες δεν έστειλες (τουλάχιστον) το παιχνίδι στην παράταση, ακόμα κι αν βλέπεις κοτζάμ Φιορεντίνα να κάνει καθυστερήσεις για κανένα 20λεπτο σαν να είναι η Προοδευτική του Σούλη Παπαδόπουλου.

Δυστυχώς, παρά το μέγεθος του αντιπάλου, τα «αχ» και το αίσθημα «αδικίας», ο αποκλεισμός αυτός πονάει πολύ τον Παναθηναϊκό, διότι ήταν το τελευταίο του αποκούμπι σε μια χρονιά «χαμένη», που δεν είχε τίποτε άλλο να πιαστεί, πέρα από την Ευρώπη.

Δεν τα κατάφερε ο Παναθηναϊκός, διότι σε κανένα από τα δυο παιχνίδια με τους Ιταλούς «δεν εμφανίστηκε» σε όλο το 90λεπτο. Στο ματς του ΟΑΚΑ, «εξαφανίστηκε» από το γήπεδο σε ένα μεγάλο κομμάτι του πρώτου ημιχρόνου και στο «Αρτέμιο Φράνκι» δεν υπήρχε καν στο γήπεδο για περίπου 40 λεπτά, μέχρι να κάνει την πρώτη του ευκαιρία.

Με τη διαφορά ότι στο ΟΑΚΑ, στο κακό του πρώτο ημίχρονο, είχε βάλει δυο γκολ πριν δεχθεί άλλα τόσα, ενώ στη Φλωρεντία δέχθηκε δυο γκολ δίχως να έχει απάντηση.

Μόνο που στο ποδόσφαιρο, σε αυτό το επίπεδο, δεν «διαλέγεις» σε ποιο κομμάτι του αγώνα θα εμφανιστείς, ούτε ο αγώνας διαρκεί όσο βολεύει εσένα – οφείλεις να είσαι αυτός που πρέπει, για όσο πρέπει.

Πού ήταν ο Παναθηναϊκός στο πρώτο ημίχρονο;

Αν η εικόνα ολόκληρου του αγώνα, ήταν όπως και του πρώτου ημιχρόνου, θα λέγαμε ότι ο Παναθηναϊκός τόσο μπορούσε, ότι ήταν απλά σε κακή βραδιά, ότι λύγισε κάτω από το βάρος της ευθύνης, υποτάχθηκε στην ανωτερότητα των Ιταλών, πλήρωσε τις απουσίες ή οτιδήποτε άλλο και θα συνεχίζαμε τη ζωή μας.

Η εικόνα της επανάληψης όμως στη Φλωρεντία, όπως και στην Αθήνα, ήταν η εικόνα μιας ομάδας κυριαρχικής, «ευρωπαϊκής», με ποιότητα και τον τρόπο να κλείσει μια καλή ιταλική ομάδα στα καρέ της, μέσα στο ίδιο της το γήπεδο.

Πού ήταν αυτός ο Παναθηναϊκός του δεύτερου ημιχρόνου, ο κυριαρχικός, ο πιεστικός, που δημιούργησε καμιά δεκαριά ευκαιρίες, που βρήκε τρόπο να επιτεθεί άλλοτε από τα άκρα κι άλλοτε από τον άξονα, σε ολόκληρο το πρώτο ημίχρονο;

Δεν γνωρίζω γιατί εμφανίστηκε τόσο φοβικός, διστακτικός και παθητικός σχεδόν σε όλο το πρώτο ημίχρονο.

Κι ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το πλάνο ήταν να αντέξει την πίεση και την ορμητικότητα των γηπεδούχων στο πρώτο 20λεπτο, να διαφυλάξει το προβάδισμα που είχε πάρει στον πρώτο αγώνα και να δει στην πορεία τι μπορούσε να κάνει, όλο αυτό γκρεμίστηκε από το πρώτο και στη συνέχεια το δεύτερο γκολ των Ιταλών, που έκαναν πλέον επιτακτική ανάγκη να βγει από το καβούκι του και να παίξει μπάλα, να σκοράρει για να έχει ελπίδες.

Το πλάνο του πρώτου ημιχρόνου απέτυχε παταγωδώς. Το πλάνο στην επανάληψη λειτούργησε εν μέρει – τόσο από τα πράγματα που είπε ο Βιτόρια στους παίκτες του στην ανάπαυλα και – προφανώς – τους αφύπνισαν, όσο και από τις παρεμβάσεις που έκανε, τόσο σε πρόσωπα, όσο και σε διάταξη.

Μια στιγμή ολιγωρίας όμως στην άμυνα και η κλάση του Κεν, που έκανε ένα μπασκετικό «πίβοτ» για να ξεμαρκαριστεί και πέτυχε το 3-0, ήταν μια από τις λεπτομέρειες που έκριναν το παιχνίδι και την πρόκριση.

Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες, ήταν στην πραγματικότητα οι γνωστές παθογένειες του φετινού Παναθηναϊκού, που πετυχαίνει κατά μέσο όρο περίπου ένα γκολ ανά παιχνίδι, παρότι δημιουργεί ευκαιρίες – σε κάποια ματς μάλιστα, αρκετές: στη Φλωρεντία ήταν ξανά συνεπής στην ασυνέπειά του με το σκοράρισμα, φτιάχνοντας και σπαταλώντας πολύ περισσότερες ευκαιρίες απ’ όσες θα περίμενε κανείς στο συγκεκριμένο γήπεδο και κόντρα στη συγκεκριμένη ομάδα.

Η επόμενη μέρα θέλει πρώτα ψυχολογική και μετά αγωνιστική ανάταση

Σε μια χρονιά όπου ο Παναθηναϊκός είναι πλέον εκτός κάθε στόχου και κάθε τίτλου, πρέπει να βρει τον τρόπο να παραμείνει ομάδα. Να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί στα 6 παιχνίδια των play-offs, βάζοντας ως στόχο το μόνο που μπορεί να στοχεύσει: τη δεύτερη θέση και τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ.

Δεν είναι εύκολο, αλλά έχει την υποχρέωση να το κάνει, ξεκινώντας μάλιστα από το «Καραϊσκάκης», αφού πρώτα (πρέπει να) εκμεταλλευτεί τις μέρες που μεσολαβούν για να καθαρίσει το μυαλό του, να γλείψει τις πληγές του, να δει τους τραυματίες να επανέρχονται και να προσπαθήσει να κρατήσει ό,τι καλό μπορεί να βρει, πετώντας μακριά όλα αυτά που τον έχουν πληγώσει τόσο μέσα στη χρονιά.

Η εμφάνιση του Φώτη Ιωαννίδη, η καλύτερή του εδώ και καιρό, είναι ένα μικρό κέρδος. Το πείσμα του Μλαντένοβιτς, η αυταπάρνηση του Σιώπη, η ποιότητα του Μαξίμοβιτς, οι ατέλειωτες δυνάμεις του Ίγκασον, το ασταμάτητο φετινό step-up του Βαγιαννίδη, είναι πράγματα που πρέπει να κρατήσει η ομάδα και να παραδειγματίσουν και τους υπόλοιπους, όλους αυτούς που έχουν ταλέντο, αλλά αναλώνονται σε άσκοπες ενέργειες και χάνονται σε μεγάλα διαστήματα του αγώνα.

Ο Ουναΐ για παράδειγμα, είναι ένας από τους πιο προικισμένους παίκτες που έχω δει να παίζουν στην Ελλάδα, κάνει πράγματα που τα χαζεύεις ώρες – ώρες, αλλά ψάχνεις να βρεις αν παίζει τον υπόλοιπο αγώνα ή, «του έτυχε κάτι επείγον».

Ο Τετέ στη μέρα του δεν πιάνεται αλλά όταν «κολλάει» το μυαλό του, πάει και κουτουλάει στον «τοίχο», προσπαθώντας να «τρυπήσει» δυο και τρεις αντιπάλους.

Και αναφέρομαι σε αυτούς του δυο, όχι διότι φταίνε παραπάνω από τους υπόλοιπους, αλλά διότι μαζί με τον Τζούριτσιτς και κανα δυο ακόμα παίκτες, έχουν την ποιότητα και την προσωπικότητα να σηκώσουν ολόκληρη την ομάδα και να τη βοηθήσουν να αλλάξει πρόσωπο προς το καλύτερο – φέτος, αλλά και γενικά.