Intime

UEFA CHAMPIONS LEAGUE

Παρί Σεν Ζερμέν: Τα νιάτα της υπεροχής στο ποδόσφαιρο του μέλλοντος

03.06.25 | 09:52

Στον τελικό του Μονάχου, ανάμεσα σε Παρί και Ιντερ αποδείχθηκε περίτρανα πως για το ποδόσφαιρο του μέλλοντος στο κορυφαίο επίπεδο, δεν αρκεί κάποιος να είναι μόνο ποιοτικός χειριστής της μπάλας. Πρέπει το ταλέντο του αυτό να συνδυάζεται και με υψηλά επίπεδα αντοχής και αθλητικότητας. Η εξέλιξη του αθλήματος τα τελευταία χρόνια είναι τόσο ραγδαία, που όποιος δεν καταφέρνει να προσαρμοστεί σε αυτά χάνει έδαφος και αναμενόμενα αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εποχής.

Η Παρί που κάλπαζε και η Ιντερ που βαριανάσαινε

Στην Αλιάντζ Αρένα οι πρωταθλητές Ευρώπης πλέον του Λουίς Ενρίκε παρατάχθηκαν με μία ενδεκάδα που είχε ηλικιακό μέσο όρο τα 24.8 χρόνια. Μοναδικός συμμετέχων άνω των 30 ο αρχηγός Μαρκίνιος, ο οποίος είναι και ο μόνος που έχει απομείνει σε ολόκληρο το ρόστερ των Παριζιάνων, έχοντας μπει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Την ίδια ώρα η Ιντερ εμφανίστηκε στο γήπεδο με μέσο όρο 11αδας στα 30,3 και τρεις στους δέκα πέραν του τερματοφύλακα Ζόμερ άνω των 30. Νεότερος όλων αυτών ο 26χρονος Μπαστόνι.

Το γήπεδο λοιπόν έδωσε από μόνο του της απαντήσεις που χρειαζόμασταν. Μία ομάδα πεινασμένων νέων που πίεζε λυσσαλέα και έκανε ανυπόφορα δύσκολη την ζωή ενός συνόλου έμπειρων αλλά και μπαρουτακαπνισμένων παικτών. Το τελικό 5-0 αλλά και η εικόνα του ματς ανεξάρτητα από το σκορ, τα λέει όλα και μαρτυρά τη νέα εποχή στην οποία έχει μπει πλέον το άθλημα. Η απόσταση των σχεδόν έξι ετών μεταξύ των δύο φιναλίστ έκανε τεράστια διαφορά, καθώς οι μεν της Παρι έτρεχαν συνεχώς και ασταμάτητα με ή και χωρίς την μπάλα, κέρδιζαν μονομαχίες, έμοιαζαν να παίζουν με περισσότερους παίκτες στο γήπεδο. Την ίδια ώρα που οι Μιλανέζοι προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να προσαρμοστούν στις αθλητικές απαιτήσεις του τελικού, με συνέπεια να διασυρθούν.

Το πάντρεμα ποιότητας και αθλητικότητας

Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν αρκεί πλέον να είσαι καλός χειριστής. Πρέπει να είσαι επίσης καλός και άριστα γυμνασμένος αθλητής. Συνθήκη που αναμενόμενα υποστηρίζεται καλύτερα από νέους σε ηλικία παίκτες, στα όρια του… ηλικιακού ρατσισμού. Η φετινή Παρί των στοχευμένων (και ακριβών) μεταγραφών και του άριστου ποδοσφαιρικού σχεδίου ήταν η δεύτερη νεότερη ομάδα της διοργάνωσης πίσω μόνο από την αυστριακή Ζάλτσμουργκ που ο ηλικιακός μέσος όρος της δεν ξεπερνά τα 23 χρόνια.

Παρεμπιπτόντως οι Παριζιάνοι είναι και τρίτη νεότερη μεταξύ όλων των ομάδων στα πέντε μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Η δεύτερη είναι η Τσέλσι του Ένζο Μαρέσκα. Οι μπλε του Λονδίνου με 23,7 είναι η πιο νεανική (με διαφορά) ομάδα στην Πρέμιερ Λιγκ καταφέρνοντας να συνδυάσει υψηλά επίπεδα ποιότητας αλλά και αθλητικότητας. Συνδυασμός που έκανε την διαφορά στον φετινό τελικό του Κόνφερενς Λιγκ, όπου οι μπλε αφού εξάντλησαν αθλητικά την ποιοτική μεν αλλά πιο γερασμένη Μπέτις, μετέτρεψαν την αναμέτρηση σε πάρτι θριάμβου.

Το παράδειγμα και ο κανόνας στην Ελλάδα

Τα δεδομένα των καιρών (προφανώς και) έχουν άμεση εφαρμογή και στην χώρα μας. Η φετινή Superleague κατακτήθηκε εύκολα από τον Ολυμπιακό ο οποίος ήταν μία ομάδα που υπερτερούσε θεαματικά σε επίπεδα αθλητικότητας και φυσικής κατάταστασης έναντι του ανταγωνισμού. Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ το καλοκαίρι αποφάσισε και άνοιξε την πόρτα της 11αδας σε έφηβους όπως ο Μουζακίτης και ο Κωστούλας με αποτέλεσμα οι ερυθρόλευκοι να εμφανιστούν πολύ πιο φρέσκοι, ειδικά όσο πλησιάζαμε προς το φινάλε της σεζόν.

Η φετινός ηλικιακός μέσος όρος στο ρόστερ των ερυθρολεύκων έφτανε στα 26.6 χρόνια, την ώρα που ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός ήταν οι τρεις πιο γερασμένες ομάδες της κατηγορίας, με την Ένωση να κατακτά την συγκεκριμένη κορυφή με μέσο όρο τα 29.9 χρόνια. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν λοιπόν οι τρεις αν θέλουν να κάνουν το πρωτάθλημα πιο αμφίρροπο είναι ξεκάθαρος και απαιτεί γενναίες αποφάσεις και υπομονή. Στο χέρι τους είναι προκειμένου, το ποδοσφαιρικό επίπεδο της χώρας να ανέβει υψηλότερα, ακολουθώντας τις σύγχρονες απαιτήσεις του αθλήματος.