Ο Γιώργος Μπαρτζώκας δεν είναι απλώς ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε την Euroleague. Δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που έδωσε ξανά στον Ολυμπιακό την ταυτότητα του μαχητή.
Πίσω από τη μπασκετική ιδιοφυΐα κρύβεται μια συγκλονιστική προσωπική ιστορία που ξεπερνά τα στενά όρια του αθλητισμού. Μια ζωή με στιγμές δόξας, πόνο, κατάθλιψη – ακόμα και… απόδραση από τις φυλακές.
Τα πρώτα μπασκετικά του βήματα, στην κατάθλιψη, μέχρι τη απόδραση του πατέρα του από τη φυλακή, που ακόμη και σήμερα προκαλεί συζητήσεις.
Ο Έλληνας τεχνικός σε συνέντευξη που φιλοξενεί το σερβικό μέσο «sportal.blic.rs» μίλησε για όλους και για όλα.
Αναλυτικά όσα ανέφερε:
«Ξεκίνησα το μπάσκετ στον Μαρούσι στα 9 μου. Ήμουν πιο ψηλός από τα άλλα παιδιά, και κάποιος μου είπε: “Γιατί δεν δοκιμάζεις το μπάσκετ;” Το δοκίμασα και κατάλαβα ότι ήμουν αρκετά καλός για να συνεχίσω. Πολύ σύντομα, το μπάσκετ έγινε το πάθος μου.»
Έπαιζε και ποδόσφαιρο, αλλά με τον καιρό έγινε υπερβολικά ψηλός για το άθλημα, και έτσι το μπάσκετ ήταν η λογική συνέχεια. Ούτε που φανταζόταν ότι κάποτε θα γινόταν ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες προπονητές.
«Παλιά έπαιζα μόνο ποδόσφαιρο – ήταν το Νο1 άθλημα τότε. Όταν ψήλωσα, δεν μπορούσα πια να παίξω ποδόσφαιρο, αλλά ήμουν τέλειος για το μπάσκετ. Σε ένα περιβάλλον όπου προοδεύεις και όλοι το αναγνωρίζουν, νιώθεις σημαντικός. Ένιωθα όμορφα. Μπήκα αμέσως στην αρχική πεντάδα λόγω ύψους και αθλητικών προσόντων, αν και δεν ήξερα πολλά για το άθλημα. Αλλά ένιωθα καλά.»
Αναφέρθηκε και στους πρώτους του μέντορες και ήρωες:
«Στα νεανικά μου χρόνια είχα πολλούς προπονητές, ανάμεσά τους κι έναν που ήταν διαρκώς δίπλα μας. Μας έκανε να αγαπήσουμε το άθλημα. Είχα επίσης στήριξη από φίλους της γειτονιάς που έπαιζαν συνεχώς μπάσκετ. Στα 16 μου έπαιξα στην πρώτη ομάδα του Αμαρουσίου.
Εκεί είχα δύο είδωλα – τον Νίκο Δαρίβα και τον Δημήτρη Φώσσε. Ήταν θρύλοι του συλλόγου. Μάλιστα, έπαιξα με τον Δαρίβα, ενώ ο Φώσσε είχε ήδη μεταγραφεί στον Πανιώνιο.»
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας στάθηκε και τυχερός στην εκπαίδευσή του
«Πολλοί πίστευαν ότι το μπάσκετ θα μου στερούσε τον χρόνο για τις σπουδές. Όμως, φοιτούσα σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της Αθήνας και έτσι κατάφερα να συνδυάσω και τα δύο: μπάσκετ και μάθηση. Αυτό με βοήθησε και στο πανεπιστήμιο. Πιστεύω ότι και οι δύο τομείς συνέβαλαν στην εξέλιξή μου ως προπονητή, αν και η προπονητική δεν είναι το μόνο σημαντικό στη ζωή μου.»
Τραυματισμοί, κατάθλιψη και η πρώτη “κηδεία”
Παρά τα αθλητικά του προσόντα, αυτό που του άρεσε περισσότερο ήταν να δίνει ασίστ:
«Για το ύψος μου, είχα καλή τεχνική. Ήμουν αθλητικός και στα 13 μου μπορούσα να καρφώσω. Θυμάμαι πόσο ενθουσιάστηκαν οι φίλοι μου. Αλλά εγώ πάντα προτιμούσα να πασάρω. Ακόμη και τώρα, εκτιμώ περισσότερο μια έξυπνη ασίστ από ένα εντυπωσιακό κάρφωμα. Κάθε χρόνο χτίζω την ομάδα μου γύρω από αυτό – να μοιράζεται η μπάλα, να παίζουν όλοι μαζί.»
Ωστόσο, οι τραυματισμοί τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το άθλημα, κάτι που τον επηρέασε βαριά ψυχολογικά:
«Από τα 21 μου και μετά, με κυνηγούσαν οι τραυματισμοί και οι εγχειρήσεις. Μέχρι τα 28 μου είχα κάνει 3-4 σοβαρές επεμβάσεις. Έπρεπε να σταματήσω το μπάσκετ. Αυτό ήταν η πρώτη μου “κηδεία”. Με τσάκισε. Έπαθα κατάθλιψη.
Όμως, μέρα με τη μέρα, συνειδητοποιούσα ότι δεν μπορούσα πια να παίζω όπως παλιά, λόγω του πόνου, των επεμβάσεων, των θεραπειών… Η προπονητική ήρθε αργότερα και μου έδωσε τη δυνατότητα να παραμείνω στο άθλημα.
Από τα 20 μου προπονούσα παιδιά, παίζαμε μίνι μπάσκετ. Στα 28 μου ανέλαβα τη μικρότερη ομάδα της Αθήνας και έμεινα εκεί αρκετά χρόνια. Πάντα έπαιρνα τη δουλειά σοβαρά, ακόμα και αν το επίπεδο δεν ήταν υψηλό. Αν με ρωτήσετε γιατί, η απάντηση είναι απλή – επειδή αγαπώ το μπάσκετ. Παίζω ακόμη 3-4 φορές την ημέρα.»
Η μεγάλη απόδραση από τη φυλακή και το φιλμικό παρελθόν του πατέρα του
Αυτό που λίγοι γνωρίζουν είναι πως ο πατέρας του, Ανδρέας Μπαρτζώκας, δραπέτευσε πριν από 70 χρόνια από τις διαβόητες φυλακές του Πειραιά. Ήταν μέρος μιας ομάδας 28 πολιτικών κρατουμένων που απέδρασαν από τις φυλακές Βούρλων το 1955, γεγονός που ενέπνευσε εν μέρει την ταινία “Η Μεγάλη Απόδραση”.
Ο δημοσιογράφος Βλάντιμιρ Στάνκοβιτς είχε γράψει αναλυτικά για αυτό στο περιοδικό “Koš Magazin”, πριν από δέκα χρόνια:
«Η ιστορία δεν είναι μπασκετική – ή μήπως είναι; Η σύνδεση είναι το επίθετο Μπαρτζώκας. Όχι ο Γιώργος, αλλά ο πατέρας του, Ανδρέας, μέλος του ΚΚΕ και πολιτικός κρατούμενος. Το 1955 απέδρασε από τη φυλακή Βούρλων με άλλους 27 κρατούμενους, σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.»
«Η απόδραση οργανώθηκε από το κελί 13. Έσκαψαν ένα τούνελ 18 μέτρων μέχρι ένα εργοστάσιο απέναντι. Οι κρατούμενοι παρίσταναν πως έπαιζαν βόλεϊ για να καλύψουν το θόρυβο του σκαψίματος. Χρειάστηκαν 4 μήνες.
Η απόδραση έγινε ξημερώματα 17ης Ιουλίου 1955. Ο Ανδρέας Μπαρτζώκας ήταν στη δεύτερη ομάδα που βγήκε. Μαζί με έναν σύντροφό του, σταμάτησαν ταξί και εξαφανίστηκαν. Κρύφτηκαν σε σπίτια φίλων και συγγενών, αλλά οι περισσότεροι συνελήφθησαν ξανά. Ορισμένοι κατάφεραν να φύγουν στο εξωτερικό. Η ιστορία έμεινε ζωντανή και, λένε, αποτέλεσε εν μέρει τη βάση για την ταινία “The Great Escape” με τον Στιβ ΜακΚουίν και άλλους θρύλους του Χόλιγουντ.»