Κανονικά για το ματς της Εθνικής μας κόντρα στη Λευκορωσία δεν υπάρχουν λόγια – υπάρχουν μόνο επιφωνήματα θαυμασμού.
Μια ομάδα μοντέρνα, με αυτοματισμούς, με φαντασία, με τακτικό πλάνο, με ταλέντο που ξεχειλίζει από τις κάλτσες των παικτών, με βάθος από τον πάγκο κι έναν προπονητή που μπορεί να καθοδηγήσει τους παίκτες και να πάρει ό,τι καλύτερο έχουν να δώσουν, έφεραν μια νίκη με 5-1, που θα μπορούσε να είναι άνετα 7-1 ή 8-1.
Λογικό να είμαστε ενθουσιασμένοι, όπως λογικό επίσης είναι να προσπαθεί ο Γιοβάνοβιτς να κρατήσει τα μυαλά των παικτών μέσα στο κεφάλι τους, ώστε να παραμείνουν το ίδιο σοβαροί και συγκεντρωμένοι και στη συνέχεια. Διότι όλοι καταλαβαίνουμε ότι η Δανία είναι πολύ καλύτερη ομάδα από τη Λευκορωσία κι ότι το ματς της Δευτέρας έχει πολύ μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας απ΄αυτό της Παρασκευής.
Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία να αναλύσουμε τι έκανε τόσο καλά η Εθνική μας, σε ένα ματς που τα έκανε όλα σχεδόν τέλεια. Αντιθέτως, έχει μάλλον μεγαλύτερο νόημα να συζητήσουμε όλα αυτά τα στερεότυπα που δείχνει να “διαλύει” αυτή η Εθνική, όλα εκείνα που είχαμε παγιωμένα στο κεφάλι μας και η ομάδα έχει βαλθεί να τα “ξεριζώσει” μια και καλή.
“Ο Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν έχει ταλέντο”
Μεγαλώσαμε με γνωμικά και παροιμίες του τύπου “αυτή η στάνη/ αυτό το γάλα βγάνει”. Που σήμαινε ότι ο Έλληνας ποδοσφαιριστής, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ήταν σχεδόν πάντα ένας παίκτης περιορισμένων δυνατοτήτων και συγκεκριμένου ταλέντου. Με μπόλικο φιλότιμο, δυναμισμό, αυταπάρνηση, με ψυχή, με τρεξίματα αλλά όχι υψηλού επιπέδου. Και έρχεται τώρα αυτή η Εθνική, τόσο στα ματς του Nations League, όσο και στα φιλικά του Ιουνίου αλλά και στο πρώτο ματς για τα προκριματικά του Μουντιάλ κόντρα στη Λευκορωσία, για να μας εμφανίσει μια διαφορετική πτυχή του Έλληνα ποδοσφαιριστή: γεμάτου ταλέντο, φαντασία, καλή τεχνική αλλά παράλληλα και τακτικά πειθαρχημένου και σοβαρού και με το “εμείς” πάντα να προηγείται έναντι του “εγώ”.
“Απειλούμε στην επίθεση κυρίως μέσα από στατικές φάσεις”
Το “μπροστά ο Δέλλας, μπροστά ο Καψής” που ακούστηκε στον ημιτελικό του 2004, έγινε περίπου σλόγκαν τα επόμενα χρόνια, κάθε φορά που η Εθνική μας κέρδιζε κόρνερ ή κάποιο φάουλ κοντά στην αντίπαλη περιοχή. Κάπως έτσι πορευτήκαμε για αρκετά χρόνια, με παιχνίδι σφιχτό αμυντικά και προσπάθεια να γινόμαστε απειλητικοί μέσα από στατικές φάσεις. Αυτή η Εθνική του σήμερα, δεν έχει χάσει τη δυναμική της στις στατικές φάσεις – έχει ψηλά κορμιά, έχει παίκτες πολύ δυνατούς στον αέρα, είναι φανερά καλά δουλεμένη στις στατικές φάσεις. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτός ο βασικός τρόπος που η Εθνική μας ψάχνει το γκολ: μπορεί κι από τον άξονα, μπορεί κι από τις πτέρυγες, μπορεί στο transition, μπορεί με πίεση ψηλά, μπορεί με μπαλιές στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας. Μπορεί με διάφορους και διαφορετικούς τρόπους κι αυτό την κάνει και απρόβλεπτη και δύσκολο να την αντιμετωπίσεις.
“Είναι λιγοστές οι μέρες που έχει ο προπονητής να δουλέψει με τους διεθνείς”
Είναι. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Αυτή είναι η πραγματικότητα για τις Εθνικές ομάδες, των οποίων το πρόγραμμα είναι συνήθως ασφυκτικά στριμωγμένο ανάμεσα στο καλεντάρι των υποχρεώσεων των συλλόγων στα πρωταθλήματά τους και τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ακριβώς η ίδια συνθήκη ισχύει και τώρα, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς έχει κάθε φορά λιγοστές, περιορισμένες μέρες για να δουλέψει με τους διεθνείς, πριν από κάθε ματς. Δείχνει όμως σαν να έχει βάλει το σπόρο εδώ και μήνες και να βλέπει τώρα τα “βλαστάρια” του να μεγαλώνουν, να ανθίζουν και να βγάζουν καρπούς, κάθε φορά που ξανασυναντά τους παίκτες.
“Μόνο κάτι παλαίμαχοι προπονητές αναλαμβάνουν την Εθνική”
Θυμηθείτε τι ακούγαμε και τι διαβάζαμε σχεδόν για κάθε προπονητή που αναλάμβανε τις τύχες της Εθνικής μας ομάδας: ότι είναι προχωρημένης ηλικίας, ότι ήρθαν να κολλήσουν τα τελευταία ένσημα, ότι δεν έβρισκαν δουλειά πουθενά αλλού, ότι είναι παρωχημένοι, ότι δεν θα μπορούσαν να δουλέψουν σε κανέναν σύλλογο που έχει σοβαρούς στόχους. Αυτά που είχε ακούσει ο Ότο Ρεχάγκελ όταν ήρθε, είναι για να διδάσκονται σε σεμινάριο, ειδικά αν τα βάλεις δίπλα με αυτά που έγραψαν οι ίδιοι άνθρωποι μετά την κατάκτηση του Euro 2004.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς από την άλλη πλευρά, είναι ένας προπονητής που μόνο θετικό αποτύπωμα άφησε με το πέρασμά του από τον Παναθηναϊκό, όπως θετικό αποτύπωμα είχε αφήσει κι από τη δουλειά του στην Κύπρο. Είναι ένας προπονητής που θα μπορούσε να εργαστεί σε κάθε ελληνική ομάδα και σε ένα σωρό ομάδες του εξωτερικού, αλλά επέλεξε να απέχει από τους πάγκους μετά τη λύση της συνεργασίας του με τον Παναθηναϊκό, ώστε να ξεκουραστεί σωματικά και πνευματικά. Και τα έφερε έτσι η ζωή, ώστε μόλις η ΕΠΟ αποφάσισε να μην συνεχίσει με τον Πογέτ στο τιμόνι της Εθνικής, να είναι διαθέσιμος ένας προπονητής υψηλού επιπέδου, όπως ο Ιβάν. Που γνωρίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο, τους Έλληνες ποδοσφαιριστές, τη γλώσσα μας, τα κουσούρια μας και παρότι κάθισε στον “πράσινο” πάγκο, κατάφερε να μην έχει εχθρούς ή αντιπάθειες από κανέναν οπαδό στην Ελλάδα.