Αντίο κύριε Γιάννη, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ
10.11.24 | 12:07
Από τον περασμένο Μάιο, η σημαία του ΠΑΟΚ ανεμίζει έξω από το Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, ως ένδειξη εορτασμού της κατάκτησης του πρωταθλήματος από μια ομάδα της πόλης. Τι πιο φυσιολογικό, θα μου πείτε. Αμ, δεν ήταν πάντα έτσι «φυσιολογικά» τα πράγματα.
Πέντε χρόνια πίσω, όταν ο «Δικέφαλος» του Βορρά είχε κατακτήσει το νταμπλ, είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, ο τότε δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης.
Η κατάληξη, δυστυχώς δεν ήταν η ίδια καθώς άγνωστοι είχαν κατεβάσει και καταστρέψει και τις δύο σημαίες έξω από το κτίριο της δημαρχείας. Και μάλιστα δύο φορές.
Αρκετό καιρό μετά, τηλεφώνησα στον Γιάννη Μπουτάρη και του ζήτησα να βγει σε αθλητική εκπομπή ως γνωστός φίλαθλος του Άρη. Δυστυχώς, μου αρνήθηκε με ευγένεια. Όταν προσπάθησα κάθως διακριτικά να επιμείνω μου απάντησε:
«Δεν θέλω να ασχολούμαι πια με το ποδόσφαιρο και θα σου πω γιατί: όταν ο ΠΑΟΚ πήρε το νταμπλ και αποφασίσαμε να βάλουμε τις σημαίες του έξω από το Δημαρχείο, το έκανα με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια που μία ομάδα από τη Θεσσαλονίκη είχε μια τέτοια επιτυχία, χωρίς να με νοιάζει που εγώ είμαι φίλαθλος του Άρη.
Ήταν τιμή για την πόλη μας. Αλλά κάποιοι (καταλαβαίνετε τι) δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό. Ε, από τότε είπα κι εγώ ότι δεν ξανασχολούμαι με το ποδόσφαιρο. Τέλος.»
Μου ζήτησε δύο φορές ειλικρινή συγγνώμη για την απόρριψη της πρότασης και το κλείσαμε. Στεναχωρήθηκα που δεν θα τον είχαμε καλεσμένο στην εκπομπή. Μα πιο πολύ απογοητεύτηκα όταν συνειδητοποίησα ότι αποχωρούν από το ποδόσφαιρο τέτοιοι χρήσιμοι, πολύτιμοι, με παιδεία και υψηλό επίπεδο άνθρωποι.
Ναι, φυσικά, δεν ήταν κάποιος παράγοντας, ιδιοκτήτης, ενεργό μέλος της κοινωνίας του αθλήματος. Ήταν όμως ένας φίλαθλος-φάρος που αγαπούσε το αντικείμενο βαθιά και πέρα από αποτελέσματα, γκολ και αντιπαλότητες.
Σκέφτηκα πως για ακόμα μια φορά, το καφριλίκι αποδείχθηκε πιο δυνατό. Ή έστω πιο επίμονο. Ο κυρ Γιάννης έκανε την προσπάθειά του, και όταν είδε ότι εκείνη έπεσε (δις) στο κενό, αποχώρησε, διακριτικά αλλά περήφανα.
Δεν είχε κάτι να χάσει. Τουναντίον. Βρήκε την ησυχία του και ακόμα περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τις υπόλοιπες, σίγουρα πιο ουσιαστικές ασχολίες του. Εμείς χάσαμε. Εμείς όλοι που συνεχίζουμε να επιμένουμε.
Εκείνος συνέχισε τη ζωή του με την ποιότητα και το βάθος που τον διέκρινε. Για όλους εμάς που τον πετυχαίναμε κατα καιρούς στα μαγαζιά της Προξένου Κορομηλά, πάντα καλοντυμένο και χαμογελαστό να κάθεται απολαμβάνοντας το κρασί του, θα έχουμε να σας θυμόμαστε με αγάπη και θαυμασμό.
Και μετά θα μαθαίνουμε σε ανακοινώσεις με ποιους θεούς πρέπει ή δεν πρέπει να τα βάζουμε, σαν να μην έχουμε μάθει ακόμα τίποτα, και ξεστομίζουμε τη λέξη πόλεμο τόσο εύκολα πιο συχνά απ’ ό,τι αναπνέουμε.