Αντίο Στρατηγέ
24.01.25 | 22:03
Δεν ανήκω στη γενιά που πρόλαβε τον Μίμη Δομάζο να μεγαλουργεί στα γήπεδα της Ελλάδας και της Ευρώπης – όταν μπήκε στο Γουέμπλεϊ με τον Παναθηναϊκό, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού, δεν είχα ακόμα γεννηθεί. Ανήκω όμως στη γενιά που έμαθε να σέβεται τους ανθρώπους, όλων των αθλημάτων και όλων των χρωμάτων – οι οποίοι έγραψαν Ιστορία με χρυσά γράμματα στη χώρα αυτή. Που ίδρωσαν, μόχθησαν, μάτωσαν, έκλαψαν, γέλασαν, πανηγύρισαν και αποθεώθηκαν. Σε εποχές διαφορετικές από αυτή που ξέρουμε σήμερα. Τότε που ακόμα έπαιζαν «για τη φανέλα». Τότε που τα χρήματα ήταν λιγοστά ή καθόλου – ο Δομάζος πήγε από την Άμυνα Αμπελοκήπων στον Παναθηναϊκό για μια τυρόπιτα και μια πορτοκαλάδα. Τότε που δεν υπήρχαν social – media, μάνατζερς και image – makers, που δεν τους ένοιαζαν τα κουρέματα, τα ρούχα και τα τατουάζ, που δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία με τι αυτοκίνητο έφτανε κανείς στην προπόνηση. Τότε που το αποκλειστικό ενδιαφέρον του ποδοσφαίρου, ήταν η χαρά του ποδοσφαίρου.
Δεν τον πρόλαβα να παίζει τον «Στρατηγό», αλλά έτυχε να τον συναντήσω δυο φορές – η τελευταία, πριν λίγους μήνες, όταν είχε έρθει καλεσμένος στο «Στούντιο 4». Και κατάλαβα αυτό που μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, όταν μου μιλούσε με δέος γι’ αυτόν, αποκαλώντας τον «τον πιο μεγάλο κοντό». Για το Δομάζο μου μιλούσε και για τον «Αντώναρο» τον Αντωνιάδη, για τις πάσες του πρώτου και τις κεφαλιές του δεύτερου, για το πώς ξεσήκωνε ο «κοντός» την εξέδρα με τις ντρίπλες του, για το πώς έβλεπε όλο το γήπεδο με τρόπο που κανένας άλλος δεν μπορούσε, για μια «μαγκιά» κι ένα «αντριλίκι» γνήσιο, έννοιες που σήμερα είναι σχεδόν παρεξηγήσιμες αλλά τότε είχαν και σημασία και αξία.
Ένας μέγκα – σταρ που δεν ήξερε καν το μέγεθός του
Από τα λίγα που πρόλαβα και συζητήσω μαζί και τα πολλά που διάβασα για να ετοιμάσω τότε το βίντεο για την εκπομπή, διαπίστωσα ότι ο Μίμης Δομάζος είχε ένα αδιανόητο σταριλίκι που ούτε καν ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθός του, σε μια εποχή όπου ελάχιστοι άνθρωποι κατάφερναν να αποκτήσουν τόσο μεγάλη προβολή: το ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη, έμαθε γι’ αυτόν και σηκώθηκε και πήγε στο μαγαζί του στην Πλατεία Βικτωρίας για να τον συναντήσει, εξηγεί πολλά. Το ότι μετά τον ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα και την πρόκριση στον τελικό, τον κουβάλησε ο κόσμος στους ώμους του από τη Λεωφόρο μέχρι το μαγαζί του, φανερώνει πόσα σήμαιναν οι ποδοσφαιρικοί ήρωες, ιδιαίτερα σε μια εποχή, το 1971, καταμεσής της Χούντας, για έναν κόσμο καταπιεσμένο, φοβισμένο, μαζεμένο, που έψαχνε έναν καλό λόγο να χαμογελάσει, να πανηγυρίσει και να φωνάξει με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Το «σταριλίκι» του, αποδεικνύεται από την κοσμοσυρροή που έγινε στον γάμο του με τη Βίκυ Μοσχολιού, τους 30.000 ανθρώπους που μαζεύτηκαν για να δουν το διάσημο ζευγάρι, τις μπομπονιέρες που πέταγαν οι παράνυμφες στον αέρα, για να γλιτώσουν το «λιντσάρισμα». Αλλά το αντριλίκι του, φαίνεται από τον τρόπο που αποφάσισε να μην μιλάει για το παρελθόν, για τις σχέσεις του, για τη Μοσχολιού, σεβόμενος όχι μόνο τη μνήμη της πρώην συζύγου του, αλλά και την αγαπημένο του δεύτερη σύζυγο Ηώ, που πέρασαν μαζί πάνω από 40 χρόνια και τις τρεις κόρες του, δυο από τον πρώτο γάμο και την Πόπη από τον δεύτερο. Και το «αντριλίκι» αυτό δεν διδάσκεται, ούτε μαθαίνεται – είτε το έχεις, είτε όχι. Ο «Στρατηγός» το είχε από γεννησιμιού του και ήταν ένας Άρχοντας από τον τρόπο που έπαιζε, μέχρι τον τρόπο που μιλούσε, φερόταν και λειτουργούσε στη ζωή του έξω από τα γήπεδα.
Το καλούπι, έσπασε
Άλλος «Δομάζος» δεν θα ξαναβγεί – ήταν ένας και μοναδικός. Όχι μόνο διότι άλλαξαν οι εποχές ή άλλαξε το ποδόσφαιρο, αλλά κυρίως διότι άλλαξε η κοινωνία, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη ζωή, οι αρχές, οι αξίες, οι χαρακτήρες, οι συμπεριφορές. Δεν είναι κακό ότι αλλάζει ο κόσμος, ότι προοδεύει, ότι προχωράμε μπροστά, αλίμονο, έτσι πρέπει να γίνεται. Αλλά πάντα η εξέλιξη πρέπει να ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην παράδοση, στην Ιστορία, στον ρομαντισμό και τις εποχές όπου το ποδόσφαιρο είχε ακόμα την έννοια της χαράς, ήταν «παιχνίδι» και διασκέδαση και όχι μόνο μπίζνα, χρήματα, social media, φρου – φρου κι αρώματα. Τότε που ο μικρός Μίμης έπαιζε ξυπόλητος στα χώματα στους Αμπελόκηπους, τότε που πήγε στον Παναθηναϊκό και πριν καλά – καλά κλείσει τα 18 έμπαινε μέσα και όργωνε το ξερό γήπεδο, τότε που «σημάδευε» το κεφάλι του Αντωνιάδη και χόρευε τους αντιπάλους του, που έριχνε λίγο παγωμένο νερό στα ματωμένα του πόδια και συνέχιζε να παίζει. Που έγινε «Μίμαρος» και «Στρατηγός», ένας από τους λίγους που παραδεχόταν και αναγνώριζε όλη η Ελλάδα, ανεξάρτητα από τι ομάδα υποστήριζε ο καθένας.
Συλλυπητήρια στην οικογένειά του, εύχομαι να είναι γεροί και δυνατοί και να τον θυμούνται πάντα μαχητή, ακμαίο, λεβέντη και κοτσονάτο, όπως τον έχω κι εγώ στα μάτια μου και το μυαλό μου. Αντίο «Στρατηγέ». Θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη.