Χρειάστηκε μια τραγωδία για να βιώσουμε μία «ευτυχία»
14.10.24 | 23:09
Μετά την κατάκτηση του Euro του 2004, η Εθνική μας ομάδα έγινε «μόδα». Έγινε τόσο μεγάλο «trend», που στις εξέδρες του «Γ. Καραϊσκάκης» (και) τότε, για τα προκριματικά του Μουντιάλ, βρισκόταν κόσμος που ενδεχομένως δεν είχε ποτέ ξαναπατήσει το πόδι του όχι απλά σε αγώνα της Εθνικής, αλλά σε αγώνα ποδοσφαίρου γενικότερα.
Βέβαια, ως κλασσικοί Έλληνες, πήγαμε μερικές φορές, χειροκροτήσαμε, βγάλαμε φωτογραφίες, κάναμε το κομμάτι μας και στη συνέχεια «αποσυρθήκαμε διακριτικά», αφήνοντας την Εθνική μας, την ίδια Εθνική που φωνάζαμε «πόσο περήφανους μας έκανε», να παίζει μεταξύ συγγενών και φίλων στα περισσότερα παιχνίδια της.
Στην πορεία των χρόνων, «βοήθησε» και η ίδια η Εθνική να απομακρυνθεί ο κόσμος από κοντά της. Όχι μόνο οι παίκτες – που και κάποιοι από εκείνους είχαν μερίδιο στη γενικότερη απαξίωση της Εθνικής, με τη βαρεμάρα που τους διέκρινε και την αίσθηση «αγγαρείας» που έδιναν – αλλά και η ΕΠΟ με τις επιλογές προπονητών και οι διάφοροι «Μανατζαραίοι και Κοντογιώργηδες» που κινούνταν γύρω της.
Τέλος πάντων, η Εθνική μας δεν είχε καμία επιτυχία μετά το 2014 και τη συμμετοχή της στο Μουντιάλ, δεν ξαναπήγε σε καμία μεγάλη διοργάνωση και έχασε την ευκαιρία στη Γεωργία να αφήσει την οικοδέσποινα εκτός και να πάρει εκείνη τη θέση της πριν λίγους μήνες, στο Euro της Γερμανίας.
Για τον Τζόρτζι…
Η Εθνική μας δεν έγινε ακριβώς «μόδα» ή «trend» τις τελευταίες μέρες, παρότι κατάφερε να τη συζητάμε όλοι με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη και τα εισιτήρια για τον αγώνα με την Ιρλανδία να γίνουν ανάρπαστα. Αφορμή γι’ αυτό, ήταν ένα τραγικό γεγονός, ο χαμός του Τζορτζ Μπάλντοκ.
Τη σπίθα για όλο αυτό που έγινε στις εξέδρες του «Γ. Καραϊσκάκης» την άναψε η εμφάνιση και η νίκη της Εθνικής μας στο Γουέμπλεϊ, με 2-1 κόντρα στην Αγγλία.
Και η λάβα ξεχύθηκε στο «Γ. Καραϊσκάκης» στο 2-0 κόντρα στην Ιρλανδία. Μόνο που ο κόσμος που γέμισε το γήπεδο, αυτή τη φορά δεν πήγε για να κάνει την «ποζεριά» του, να ανεβάσει φωτογραφίες στα social media και να έχει να λέει στην παρέα «ήμουν κι εγώ στο γήπεδο», αλλά για να στηρίξει την Εθνική, να ευχαριστήσει τον Γιοβάνοβιτς και τους παίκτες του για την αγωνιστικότητα και την εν γένει στάση τους και να αποχαιρετίσει τον Τζορτζ Μπάλντοκ, όπως ακριβώς του άξιζε: με ένα γεμάτο γήπεδο, με σεβασμό, με χειροκρότημα, με αγάπη.
Οι δυσκολίες πολλές, η «μαγκιά» όμως μεγάλη
Ήταν πολλές οι αντικειμενικές δυσκολίες του αγώνα με την Ιρλανδία: καταρχάς, η αντικειμενική δυσκολία του ίδιου του πένθους για τον Τζόρτζι, που ούτε καταλάγιασε, ούτε εξατμίστηκε μέσα σε λίγες μέρες.
Αντιθέτως, στο πρώτο εντός έδρας ματς μετά τον χαμό του, με κατάμεστο το γήπεδο, ήταν λογικό να είναι ακόμα πιο έντονα τα συναισθήματα, σε κάτι που έμοιαζε με λαϊκό προσκύνημα.
Η δεύτερη μεγάλη δυσκολία, ήταν η κούραση. Ναι, θα μπορούσε ο Γιοβάνοβιτς να προχωρήσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο rotation, προκειμένου να φρεσκάρει την ομάδα. Αλλά έκανε όλη κι όλη μια αλλαγή – κι αυτή αναγκαστική, λόγω των καρτών του Κουλιεράκη, βάζοντας το Χατζηδιάκο στη θέση του.
Και διότι δεν ήθελε να «χαλάσει» τη χημεία της ομάδας που θριάμβευσε στο Γουέμπλεϊ και διότι ήθελε να τους «τιμήσει» για το τσαγανό τους, τον επαγγελματισμό αλλά και την ανθρωπιά που επέδειξαν όλες αυτές τις μέρες.
Και η τρίτη δυσκολία, ήταν η διαχείριση ενός τέτοιου αγώνα, από αγωνιστικής πλευράς: μετά από ένα τόσο μεγάλο διπλό, έχεις κολλημένη στο κούτελο την ταμπέλα που γράφει «φαβορί».
Νιώθεις την υποχρέωση να κερδίσεις στο σπίτι σου μια ομάδα που είναι κατώτερη από την Αγγλία, ο κόσμος που έχει έρθει στο γήπεδο «απαιτεί» νίκη για ένα σωρό λόγους. Και ακριβώς αυτές οι μέρες, με τον πολύ κόσμο και τις πολλές απαιτήσεις, κρύβουν πολλούς κινδύνους.
Όποιος είδε το ματς, είδε και τους κινδύνους: η Εθνική μας κυριάρχησε στο πρώτο μέρος, έκανε όλες τις μεγάλες ευκαιρίες – αφήνοντας μια όλη κι όλη στους Ιρλανδούς – και πέτυχε το πρώτο της γκολ με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους.
Κάπου εκεί, το μεγάλο «πρέπει» συνάντησε την κούραση κι εκεί αρχίσαμε εμείς να κάνουμε μέτρα πίσω και οι Ιρλανδοί να τα κερδίζουν αυτά τα μέτρα και να μας κλείνουν στην περιοχή μας. Μας πίεσαν αλλά δεν μας στρίμωξαν.
Μας ζόρισαν αλλά μας απείλησαν σοβαρά μόνο μια-δυο φορές. Οι αλλαγές του Γιοβάνοβιτς, ήταν και πάλι στοχευμένες και ουσιαστικές, τα μετόπισθεν θωρακίστηκαν, τα φρέσκα πόδια έτρεξαν σε όλα τα κομμάτια του γηπέδου που υπήρχε ανάγκη για πρέσινγκ και ένας από τους πιο ξεκούραστους, ο Πέτρος Μάνταλος, πίεσε τον Κέλεχερ, έκλεψε τη μπάλα και τέλειωσε το ματς.
Τέλος καλό, όλα υπέροχα, σε κάθε επίπεδο. Αγωνιστικά, εξω-αγωνιστικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, ανθρώπινα. Το επόμενο ραντεβού, με την Αγγλία στο ΟΑΚΑ, θα έχει ξανά πολύ κόσμο, πολύ συναίσθημα, ένα γερό «πρέπει» και μια χρυσή ευκαιρία για δυο αποτελέσματα που θα μας δώσουν την πρωτιά σε έναν όμιλο, που μάλλον κανείς δεν περίμενε να κρατάμε στα χέρια μας μέσα Οκτώβρη.