Monobala creative team: Foivos Mouratidis

Εθνική Ομάδα

Ιβάν Γιοβάνοβιτς: Νέα εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, με τον εκλεκτό όλων των Ελλήνων

18.06.24 | 10:49

Γράφει: Θάνος Κονταξής

Όπως όλα δείχνουν, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς θα είναι ο νέος προπονητής της Εθνικής Ελλάδας και αυτός που θα κληθεί να στείλει ξανά τη «γαλανόλευκη» σε μια μεγάλη διοργάνωση. Το monobala.gr αναλύει τα πεπραγμένα του Σέρβου τεχνικού και εξηγεί τον λόγο για τον οποίο είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά.

Κοινή αποδοχή από τους Έλληνες, η πρώτη νίκη του Γιοβάνοβιτς

Στην Ελλάδα γενικά ως γνωστόν, δεν είμαστε εύκολοι στο να στηρίζουμε πρόσωπα.

Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για προπονητές ποδοσφαίρου, συνήθως εκεί είναι που εξαντλούμε την αυστηρότητά μας.

Για αυτό και οι άνθρωποι που έχουν περάσει από «ελληνικούς» πάγκους και έχουν περισσότερους θαυμαστές από haters, είτε πρόκειται για την Εθνική ομάδα είτε για κάποιο σύλλογο, μετριούνται στα δάχτυλα.

Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς τυχαίνει (ή μάλλον μόνο τυχαίο δεν είναι) να είναι ένας από αυτούς.

Ο Σέρβος τεχνικός που αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, χαίρει εκτίμησης και σεβασμού από τη μεγαλύτερη μερίδα των Ελλήνων φιλάθλων.

Όχι μόνο για το ποδόσφαιρο που παρουσιάζει στο χορτάρι, ούτε για τις μεγάλες επιτυχίες που είχε στο παρελθόν, αλλά κυρίως για τον ακέραιο χαρακτήρα του και τη μοναδική του προσωπικότητα.

Τέτοιοι άνθρωποι σπανίζουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο και πλέον, έναν τέτοιο, θα έχουμε στην άκρη του πάγκου της «γαλανόλευκης».

Αυτή και μόνο η αποδοχή, είναι μια πρώτη νίκη για τον Γιοβάνοβιτς.

Είναι αυτό που θα του δώσει χρόνο και ηρεμία, για να βάλει την Ελλάδα και πάλι στο δρόμο των επιτυχιών και κυρίως, να τη βάλει ξανά σε μια μεγάλη διοργάνωση.

Ίσως αυτό να είναι που λείπει περισσότερο από κάθε Έλληνα φίλαθλο, ειδικά τώρα, κατά τη διάρκεια του Euro.

Ειδικά τώρα, που χωρίς να θέλω να προσβάλλω ή να μειώσω άλλες ομάδες, βλέπουμε χώρες όπως η Σκωτία, η Ουγγαρία και η Γεωργία να είναι εκεί και εμείς όχι.

Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς νέος προπονητής της Εθνικής Ελλάδας.

Ο Γιοβάνοβιτς συνδυάζει εμπειρία, γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και σταθερότητα

Μία ακόμα παράμετρος είναι πως ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ξεκινάει από άλλη αφετηρία αυτή του την προσπάθεια με την Ελλάδα. Δεν έχει καμία σχέση με προπονητές όπως ο Φαν’τ Σχιπ ή ο Σκίμπε, που παρότι τα πήγαν αρκετά καλά, δεν κατάφεραν ποτέ να προσαρμοστούν στα ελληνικά δεδομένα.

Ακόμα και ο Πογέτ που ήξερε πράγματα και καταστάσεις μετά το πέρασμά του από τον πάγκο της ΑΕΚ, δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να πείσει πως μπορεί να «χτίσει» κάτι εδώ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα άλλαζε ακόμα και αν η Εθνική βρισκόταν αυτή τη στιγμή στα γήπεδα της Γερμανίας.

Σε αντίθεση με όλους τους πρόσφατους προπονητές, ο Γιοβάνοβιτς γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική πραγματικότητα.

Έπαιξε δέκα χρόνια στον Ηρακλή ως ποδοσφαιριστής, έκανε τα πρώτα του προπονητικά βήματα στη Νίκη Βόλου και το «Γηραιό» ενώ πρόσφατα, μετέτρεψε τον Παναθηναϊκό ξανά σε διεκδικητή του πρωταθλήματος.

Μην ξεχνάμε πως μιλάει άπταιστα ελληνικά κι αυτό είναι κάτι που θα βοηθήσει αφάνταστα όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτή τη νέα εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Δεν είναι μόνο αυτό όμως. Στα 61 του χρόνια, έχει… φάει τα γήπεδα με το κουτάλι.

Οδήγησε την Αλ Νασρ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σε τίτλους, οδήγησε το ΑΠΟΕΛ σε τέσσερα πρωταθλήματα και ως τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ ενώ κατέκτησε και ένα Κύπελλο στη χώρα μας με τους «πράσινους».

Έχει δει και ζήσει πολλά κι αυτή η εμπειρία είναι κάτι το οποίο ούτε αγοράζεται, ούτε αποκτάται με άλλους τρόπους παρά μόνο με τα χρόνια.

Κάτι που επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψιν, είναι η σταθερότητα που επιδεικνύει.

Στο ΑΠΟΕΛ πέρασε συνολικά 6 χρόνια σε δύο θητείες, ενώ και στην Αλ Νασρ πέρασε συνολικά 3 χρόνια, επίσης σε δύο θητείες. Ακόμα και τα 2,5 χρόνια στον Παναθηναϊκό είναι πολλά αν κρίνουμε με το πρόσφατο παρελθόν αλλά και παρών των «πρασίνων».

Τελευταία φορά που ένας προπονητής έμεινε στον πάγκο της ομάδας για παρόμοιο χρονικό διάστημα ήταν ο Γιάννης Αναστάσιου μεταξύ 2013 και 2015.

Πολλοί επίσης δεν γνωρίζουν, πως έχει περάσει και από τον πάγκο της Εθνικής των ΗΑΕ, ωστόσο πριν προλάβει να κοουτσάρει σε ένα επίσημο παιχνίδι, αποδεσμεύτηκε από την ομοσπονδία της χώρας.

Κάτι που σημαίνει πως πρακτικά, η Ελλάδα είναι η πρώτη του δουλειά σε διεθνές επίπεδο.

Το αγαπημένο του… υβριδικό 4-3-3, η τακτική του προσέγγιση και η πίστη στην ομάδα του

Ο Γιοβάνοβιτς είναι οπαδός του 4-3-3, άντε και του 4-2-3-1 αν το επιτρέπουν οι συνθήκες.

Φυσικά, στις μέρες μας αυτό είναι σχετικό, καθώς κάθε προπονητής αρέσκεται η ομάδα του να αλλάζει σχηματισμούς μέσα στο ματς αναλόγως τη φάση του παιχνιδιού.

Ο Σέρβος τεχνικός σε φάση οργανωμένης επίθεσης από το 1/3, επιλέγει κάτι που μοιάζει σε 3-3-3-1.

Τα μπακ ανεβαίνουν ψηλά, το «6άρι» μπαίνει ανάμεσα από τους κεντρικούς αμυντικούς για να πάρει την πρώτη μπάλα και να δημιουργήσει ενώ ο ένας χαφ μένει στο κέντρο για βοήθεια και ο άλλος ανεβαίνει κοντά στον κεντρικό επιθετικό για να δώσει βοήθεια σε περίπτωση δεύτερης μπάλας.

Σε φάση οργανωμένης άμυνας, η διάταξη γίνεται είτε 4-4-2, είτε 4-5-1.

Στην πρώτη περίπτωση η πίεση γίνεται σε high block με τους δύο παίκτες να φτάνουν ως τον αντίπαλο τερματοφύλακα ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η άμυνα πέφτε σε mid block, οι γραμμές κλείνουν και η ομάδα γίνεται πιο συμπαγής.

Αν κρίνουμε με όσα είδαμε στον Παναθηναϊκό, κάποιος θα πρέπει να αναλάβει το ρόλο του Ρούμπεν Πέρεθ, κάτι που στα σχέδια του Γιοβάνοβιτς είναι πολύ σημαντικό ενώ όσον αφορά τους ακραίους επιθετικούς, ο ένας θα είναι πιο πολύ εξτρέμ γραμμής που θα δίνει πλάτος και ο άλλος θα συγκλίνει και θα δημιουργεί από κεντρικούς διαδρόμους.

Συνοπτικά, αν θέλαμε να βάλουμε σε bullets μερικά στοιχεία του παιχνιδιού του Γιοβάνοβιτς, αυτά θα ήταν τα παρακάτω:

  • Του αρέσει να παίζει αρκετά με underlap και overlap και για αυτό θέλει ακραίους αμυντικούς γρήγορους που υποστηρίζουν αυτό το στιλ.
  • Θέλει η ομάδα του να διατηρεί την κατοχή της μπάλας και να ελέγχει το ματς με αυτό τον τρόπο, αν αυτό δεν είναι εφικτό συνήθως επιλέγει το mid block, κλείνει τους χώρους και εκπαιδεύει την ομάδα του πως να επιχειρεί καλές επιθετικές μεταβάσεις.
  • Του αρέσει το κάθετο παιχνίδι, είτε από τους χαφ, είτε από τους ακραίους επιθετικούς που συγκλίνουν και ψάχνουν τον επιθετικό.
  • Δεν είναι εμμονικός με το passing game. Όταν η πίεση του αντιπάλου είναι αφόρητη, θέλει οι αμυντικοί του ή το «6άρι» να ψάχνουν με μακρινές μεταβιβάσεις τον επιθετικό. Εκεί οι υπόλοιποι παίκτες έχουν φροντίσει να πάρουν θέση για κάποια δεύτερη μπάλα.

Επίσης, αξίζει να αναφερθούμε και σε κάτι άλλο.

Ο Γιοβάνοβιτς είναι άνθρωπος που ασχολείται περισσότερο με το τι κάνει η ομάδα του κι όχι τόσο με το τι κάνει ο αντίπαλος. Για αυτό και άσχετα με το ποιον παίζει ή για ποια διοργάνωση αγωνίζεται, οι αρχές του δεν αλλάζουν.

Αυτό δεν το αναφέρω ως κάτι καλό ή κακό απαραίτητα. Άλλοι προπονητές στέκονται πολύ στην ανάλυση του αντιπάλου και προτιμούν να προσαρμόζονται αναλόγως σε κάθε ματς.

Ο Γιοβάνοβιτς δεν το κάνει αυτό. Φυσικά και θα αναλύσει με τους ανθρώπους του τον αντίπαλο αλλά θα δώσει πολύ μεγαλύτερη βάση στο τι κάνει η ομάδα του στο γήπεδο κι όχι το αντίθετο.

Αυτό είναι ένα στοιχείο που θυμίζει αρκετά τους Ρεχάγκελ και Σάντος.

Παρότι η Ελλάδα συχνά ήταν υποδεέστερη σε ποιότητα απέναντι σε ομάδες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Ισπανία (ομάδες που βρήκαμε μπροστά μας σε μεγάλες διοργανώσεις), τόσο ο «Χερ Ότο», όσο και ο Πορτογάλος, προτιμούσαν να παίξουν το δικό τους παιχνίδι κι όχι των αντιπάλων, όπως συχνά συμβαίνει πλέον.

Όπως συνέβη και στην Τιφλίδα λίγους μήνες πριν.

Η συνύπαρξη με τον Ιωαννίδη και τα προβλήματα που πρέπει να λύσει

Ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη της παρουσίας του Γιοβάνοβιτς στον πάγκο της Εθνικής, είναι η συνύπαρξή του με τον Φώτη Ιωαννίδη.

Ο φορ του Παναθηναϊκού εκτόξευσε την καριέρα του στα χέρια του Σέρβου τεχνικού και πλέον οι δύο τους συναντιούνται και πάλι υπό… γαλανόλευκο πλαίσιο.

Ο Γιοβάνοβιτς ξέρει ακριβώς πως να πάρει το 100% από τον Ιωαννίδη ενώ και ο Έλληνας επιθετικός, θα νιώθει ακόμα πιο άνετα με τη «γαλανόλευκη».

Αυτό φυσικά είναι άκρως σημαντικό.

Μην ξεχνάμε πως παρότι στην Εθνική υπάρχουν παράλληλα οι  Παυλίδης, Δουβίκας, Γιακουμάκης και Ιωαννίδης (και οι 4 αξίζουν 52 εκατομμύρια ευρώ στο transfermarkt και στο σύνολο έχουν σημειώσει 13 τέρματα), κανείς τους ως και σήμερα δεν έχει καταφέρει να ξεχωρίσει και να… πάρει τη φανέλα σπίτι του.

Από εκεί και πέρα, ο Γιοβάνοβιτς έχει αρκετά προβλήματα να λύσει ενώ έχει κάποιους… ευχάριστους πονοκεφάλους.

Ξεκινώντας από τα θετικά, έχει στη διάθεσή του τερματοφύκες υψηλών προδιαγραφών, για το σήμερα αλλά και το αύριο.

Βλαχοδήμος (30), Πασχαλάκης (34), Μανδάς (22) και Τζολάκης (21) είναι μια άκρως ποιοτική 4άδα που εμπνέουν ασφάλεια και σιγουρά.

Στα επίσης θετικά, είναι η ύπαρξη ποιοτικών αμυντικών στην ομάδα με διαφορετικά χαρακτηριστικά που μπορούν να υποστηρίξουν το στιλ παιχνιδιού του Γιοβάνοβιτς. Κουλιεράκης (20), Μαυροπάνος (26), Ρέτσος (25), Χατζηδιάκος (27) και λίγο πιο πίσω οι Ντόη (21) και Μιχαηλίδης (24), δημιουργούν μια εξαιρετική υπο-ομάδα κεντρικών αμυντικών.

Επίσης, Τσιμίκας (28), Ρότα (26), Κώτσιρας (31), Μπάλντοκ (31), Βαγιαννίδης (22), Γιαννούλης (28), Σάλιακας (27) και Κυριακόπουλος (28) αποτελούν μια άκρως αξιόλογη 8άδα ακραίων αμυντικών.

Ωραία ως εδώ αλλά τα προβλήματα αρχίζουν από τη μέση και μπροστά.

Στη θεωρία, στη θέση του CF είμαστε καλυμμένοι αλλά στα χαφ και τα άκρα της επίθεσης, υπάρχουν ελλείψεις.

Αρχικά, στη θέση των wingers, οι Τζόλης (22) και Κωνσταντέλιας (20) μπορεί να λύσουν αυτό το πρόβλημα, τουλάχιστον όσον αφορά τη δημιουργία.

Αμφότεροι, μπορούν να γίνουν αναπόσπαστα κομμάτια της Εθνικής ομάδας τα επόμενα χρόνια, αρκεί να τους αξιοποιήσει ο Γιοβάνοβιτς όπως αυτός ξέρει.

Πίσω όμως από εκείνους, υπάρχουν μονάχα οι Μασούρας (30), Χατζηγιοβάννης (27), Λημνιός (26) και Φούντας (28). Ίσως το απαιτούμενο βάθος να έρθει από τα μικρότερα κλιμάκια των Εθνικών ομάδων.

Τέλος, στα χαφ έχουμε το μεγαλύτερο θέμα.

Εκεί, η ποιότητα δεν περισσεύει ενώ οι περισσότεροι από τα βασικά μέλη της «γαλανόλευκης» βρίσκονται άνω των 30.

Κουρμπέλης (30), Μπακασέτας (30), Μάνταλος (32), Σιώπης (30), Μπουχαλάκης (31), Πέλκας (30). Όλοι τους έχουν μάξιμουμ μια 4ετία στο υψηλό επίπεδο.

Οι μόνοι που αγωνίστηκαν τελευταία για την Εθνική ομάδα και είναι μικρότεροι, είναι οι Αλεξανδρόπουλος (22), Παπανικολάου (25), Τσιγγάρας (23) και Γαλανόπουλος (26), κανείς τους όμως δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σύλλογό του.

Ο Σέρβος τεχνικός θα πρέπει να βρει μια φόρμουλα που να πετύχει αναμειγνύοντας την εμπειρία των μεγαλύτερων με την ενέργεια νέων ποδοσφαιριστών.

Θετικά ή αρνητικά, ο Γιοβάνοβιτς πρέπει να βρει τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα.

Μένει να δούμε, αν θα βάλει τα πράγματα σε μια σειρά και καταφέρει να χαρίσει στους Έλληνες τη χαρά μιας μεγάλης πρόκρισης μετά από πάνω μια δεκαετία. Ίδωμεν…