Καμιά φορά, οι υπερήρωες φοράνε φανέλα της Εθνικής
12.10.24 | 09:08
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μπορεί να μεταμορφώσει έναν άνθρωπο, από «κανονικό άνθρωπο», σε «υπερήρωα». Να κάνει πράγματα που δεν ήξερε καν ότι μπορεί να κάνει, να σηκώσει ένα αμάξι για να βγάλει το παιδί του που είναι παγιδευμένο από κάτω ή να βουτήξει στα παγωμένα νερά για να σώσει κάποιον που πνίγεται. Να ξεπεράσει τις δυνάμεις του, να κάνει κάτι υπερβατικό, κάτι που θα μνημονεύεται για χρόνια. Κόντρα στη λογική, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά.
Οι Έλληνες διεθνείς, η ομάδα του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, δεν έσωσε κανένα παιδί παγιδευμένο κάτω από ένα αυτοκίνητο, δεν έπεσε στα παγωμένα νερά για να σώσει κάποιον. Έκανε όμως κάτι, που αθλητικά, ποδοσφαιρικά, έμοιαζε σχεδόν ακατόρθωτο. Οι παίκτες και το προπονητικό επιτελείο έμαθαν αργά το βράδυ της Τετάρτης ότι ο συμπαίκτης τους, ο φίλος τους, ο Τζορτζ Μπάλντοκ έφυγε από τη ζωή. Η απρόσωπη και κυνική ΟΥΕΦΑ αρνήθηκε να αναβάλει το παιχνίδι. «Το πρόγραμμα πάνω απ’ όλα», πάνω από την ανθρώπινη ζωή και την απώλειά της, πάνω από το πένθος, το κλάμα, την απόγνωση.
Οι παίκτες μας έπρεπε «να σκάσουν και να παίξουν». Άυπνοι, ταραγμένοι, αναστατωμένοι, κλαμένοι. Να σφίξουν τα δόντια τόσο πολύ, όσο είχε σφίξει η ψυχή τους και να μπουν στο Γουέμπλεϊ διότι «δεν υπήρχαν διαθέσιμες ημερομηνίες για να γίνει κάποια άλλη στιγμή το ματς», διότι «έχουν πουληθεί τόσες χιλιάδες εισιτήρια», διότι «είστε επαγγελματίες και ως επαγγελματίες πρέπει να βρίσκετε τον τρόπο να διαχειρίζεστε τέτοιες καταστάσεις». Λες και σε προετοιμάζει κανείς για την απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Λες και σε εκπαιδεύουν στις Ακαδημίες στη διαχείριση του πόνου, την αποδοχή της απώλειας, τον τρόπο που γυρίζεις σελίδα και πας παρακάτω…
«Ενός λεπτού σιγή» κι έξω από την πόρτα: τόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή που χάθηκε, όταν υπάρχει ένα σφιχτό καλεντάρι που πρέπει να τηρηθεί, διότι το πρώτο μας μέλημα είναι να κάνουμε τον κόσμο που βλέπει μπάλα χαρούμενο και να βγάλουμε λεφτά. Λεφτά, που θα βγάλουμε, ως ΟΥΕΦΑ και ως ΦΙΦΑ πάνω στη ζωή αλλά και πάνω στο θάνατο αν χρειαστεί. «Ενός λεπτού σιγή κι ας φορέσουν όλοι οι παίκτες μαύρα περιβραχιόνια, μην μας πουν κι αναίσθητους». Αλλά το ματς θα γίνει, ο πελάτης πλήρωσε εισιτήριο και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα πουλήθηκαν, οι φίλαθλοι είναι στις τηλεοράσεις τους για να δουν το θέαμα. Άλλωστε, αν η ΟΥΕΦΑ μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε κάτι του τύπου «το να αναβάλουμε το ματς, δεν θα τον φέρει πίσω, σωστά; Ας παίξουμε λοιπόν»!
Ας παίξουμε. Ρήμα που βγαίνει από το ουσιαστικό «παιχνίδι». Αυτό που παίζουν οι άνθρωποι για να διασκεδάσουν, να ξεδώσουν, να εκτονωθούν, να χαρούν. Πώς να διασκεδάσουν οι Έλληνες ένα τέτοιο παιχνίδι; Πώς να χαρούν; Να ξεδώσουν; Με κάποιον τρόπο όμως βρήκαν το δρόμο τους για το γήπεδο. Ο αρχηγός Μπακασέτας στα αποδυτήρια «τους θύμισε» ποιος ήταν ο Μπάλντοκ και πώς έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για την ομάδα. Για τους συμπαίκτες του. Για το εθνόσημο – κι ας το φόρεσε μόλις πριν δυο χρόνια.
Κι εκείνοι μπήκαν στο γήπεδο και τίμησαν τον Τζορτζ. Την οικογένειά του, τη γυναίκα και το παιδί του. Τίμησαν τους εαυτούς τους, τίμησαν το εθνόσημο και όλους εμάς. Τίμησαν το ποδόσφαιρο και την Ελλάδα ολόκληρη. Όχι επειδή κέρδισαν, αλλά επειδή έπαιξαν. Όχι επειδή κατάφεραν να κερδίσουν την Αγγλία μέσα στο σπίτι της, αλλά επειδή σε κανένα σημείο του αγώνα δεν λύγισαν, δεν «μάσησαν», δεν ταμπουρώθηκαν, δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να είναι το «ποντίκι» απέναντι στη «γάτα». Μπήκαν να παίξουν και να κερδίσουν. Για τον Τζορτζ. Μπήκαν να κάνουν το καλύτερο που μπορούσαν. Για τον φίλο τους. Μπήκαν να παίξουν, ώστε αυτή η μέρα να μην θυμίζει για πάντα μόνο μια τραγική απώλεια, αλλά και ένα ποδοσφαιρικό ορόσημο. Για τον συμπαίκτη τους.
Σας ευχαριστούμε. Όλους. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μας χαρίσατε το φως. Μέσα στην αβάσταχτη στενοχώρια, μας δώσατε κάτι να χαμογελάσουμε. Δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ, όπως δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και τον Τζορτζ Μπάλντοκ.