Συμβόλαιο με την επιτυχία δεν υπέγραψε κανείς
26.05.25 | 21:00
Για να φτάσεις στην κορυφή, δεν αρκεί το μεγάλο μπάτζετ, ο «θαυμασμός» και η «αβάντα» από τα ΜΜΕ και οι αποδόσεις των στοιχηματικών. Χρειάζεται σκληρή δουλειά, τύχη και υγεία – κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η Λίβερπουλ, είδε το προηγούμενο καλοκαίρι τον Κλοπ να αποχωρεί και «κάποιον Σλοτ» να αναλαμβάνει τη θέση του. Μερικούς μήνες μετά, ο Σλοτ πανηγυρίζει ένα πρωτάθλημα καθαρό και ξάστερο, παρά το γεγονός ότι η ομάδα έκανε όλη κι όλη μια μεταγραφή, μηδαμινής σημασίας, αυτή του Κιέζα στο τέλος του καλοκαιριού. Ο Σλοτ, χωρίς να «πειράξει» τα θεμέλια του προκατόχου του, έβαλε τις δικές του πινελιές και παρουσίασε ποδόσφαιρο μοντέρνο, αποτελεσματικό και ελκυστικό, αφήνοντας τους άλλους πίσω του να ιδρωκοπάνε: η Σίτι διαλύθηκε από τη στιγμή που έχασε το Ρόδρι, η Άρσεναλ παραμένει ένα work-in progress εδώ και 6 χρόνια με τον Αρτέτα στον πάγκο της, οι βαθύπλουτες Τσέλσι και Νιούκαστλ τρύπωσαν την τελευταία αγωνιστική στις θέσεις που οδηγούν στο Τσάμπιονς Λιγκ, η Γιουνάιτεντ βρήκε ακόμα έναν τρόπο για να ταπεινωθεί.
Στην Ισπανία, όλοι στοιχημάτιζαν τα σπίτια τους στην επιτυχία της Ρεάλ, από τη στιγμή που απέκτησε τον Εμπαπέ. Και μπορεί ο Εμπαπέ σε ατομικό επίπεδο να έσκισε, πετυχαίνοντας στην πρώτη του χρονιά 40+ γκολ, αλλά η Μπαρσελόνα του Φλικ, του Γιαμάλ, του Ραφίνια και των άλλων θαυμαστών τέκνων της Βαρκελώνης όπου την πέτυχε, τη φόρτωσε με τεσσάρες και πεντάρες. Στην Ιταλία, μπορεί ο τρελο-Λαουρέντις να έδωσε δανεικό στην Τουρκία τον Όσιμεν το περασμένο καλοκαίρι και να πούλησε τον Κβαρασκέλια στην Παρί το Γενάρη, αλλά η ομάδα του με οδηγό τον Κόντε σήκωσε το «σκουντέτο» – ούτε η Ίντερ, ούτε η Γιουβέντους ούτε κάποια άλλη «παραδοσιακή δύναμη». Και μιλώντας για Παρί, η ομαδάρα του Λουίς Ενρίκε, χωρίς σούπερ-σταρς, φρου φρου κι αρώματα, με οδηγό τον Ντεμπελέ, είναι στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, έχοντας παίξει μάλλον το καλύτερο ποδόσφαιρο σε όλη την Ευρώπη.
Αυτά τα λιγοστά αλλά ενδεικτικά παραδείγματα, μας λένε κάποια πράγματα: δεν αρκούν τα λεφτά και οι ηχηρές μεταγραφές για να πετύχει κανείς, χρειάζεται πλάνο, σωστή καθοδήγηση από τον πάγκο, ξεκάθαρες κουβέντες από τη διοίκηση, ποδοσφαιρικές αρχές, μια τζούρα «τρέλας» και ποδοσφαιρική υγεία. Τόσο κυριολεκτικά, ώστε να μην υπάρξουν τραυματισμοί που μπορούν να σε εκτροχιάσουν, όπως συνέβη π.χ. στη Σίτι και στη Ρεάλ, αλλά και μεταφορικά. Υγεία ανάμεσα σε κόσμο και ομάδα, υγεία ανάμεσα σε προπονητή και παίκτες, ανάμεσα στους ίδιους τους παίκτες και πάει λέγοντας.
Κάτι ανάλογο συνέβη και εδώ
Στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν διαφέρουν και πολύ: ο Παναθηναϊκός, έκανε τις μεγαλύτερες και πιο δαπανηρές επενδύσεις των τελευταίων ετών (Τετέ, Πελίστρι, αγορές δανεικών, Σιώπης και Σφιντέρσκι το Γενάρη κλπ), αλλά για μια ακόμα χρονιά έμεινε εκτός πρωταθλήματος. Η ΑΕΚ, με καινούργιο ιδιοκτήτη, έφερε και Μαρσιάλ και Λαμέλα και Πιερό και Περέιρα και Κοϊτά – παρόλα αυτά έκλεισε τη χρονιά ως η μεγάλη απογοήτευση της σεζόν. Ο περσινός πρωταθλητής ΠΑΟΚ, θεωρητικά ενισχύθηκε με δυο επιθετικούς πρώτης γραμμής, με Καμαρά στα χαφ, με Λόβρεν και Κόλεϊ στα στόπερ. Μόνο που πλην του Καμαρά, κανείς άλλος δεν βοήθησε ουσιαστικά με αποτέλεσμα να τερματίσει τρίτος λόγω του καλού ντεμαράζ που έκανε (και) φέτος στα play-offs.
Το νταμπλ το πήρε ο Ολυμπιακός, διότι ήταν ο πιο «ταπεινός», ο πιο προσηλωμένος στους στόχους του, ο πιο δουλευταράς κι αυτός που δεν αναζήτησε δικαιολογίες σε ό,τι κι αν πήγαινε στραβά στην αρχή της σεζόν. Η διοίκηση άφησε τον προπονητή να κάνει τη δουλειά του όπως εκείνος έκρινε, ένα «προνόμιο» που είχε κερδίσει χάρη στην κατάκτηση του Conference και εκείνος με τη σειρά του πέταξε στην άκρη τις πιο ηχηρές μεταγραφές (Γουίλιαν και Ολιβέιρα), διότι διαπίστωσε ότι δεν εξυπηρετούσαν το πλάνο του και πορεύτηκε με αυτούς που του έκαναν τη δουλειά, ακόμα κι αν ήταν «παιδάκια» 17 και 18 ετών, όπως ο Κωστούλας και ο Μουζακίτης.
Το final-four της Ευρωλίγκας ας μας κάνει σοφότερους
Οι δυο ελληνικές ομάδες δεν πήγαν στο Άμπου Ντάμπι απλά με προσδοκίες, αλλά με βεβαιότητα κατάκτησης και τελικά βρέθηκαν να παίζουν στον μικρό τελικό της παρηγοριάς. Απόλυτα δίκαια έχασαν από Φενέρ και Μονακό και τους έμεινε το παράπονο για την προσπάθεια που έκαναν όλη τη χρονιά και το πόσο άδικο είναι να παίζεις τους κόπους μιας χρονιάς σε 40 λεπτά ενός ημιτελικού. Βέβαια, όταν το πήρε 7 φορές ο ένας και 3 ο άλλος με το συγκεκριμένο φορμά, όλα ήταν μια χαρά…
Οι ομάδες μας έκαναν σοβαρές επενδύσεις, έχουν κορυφαίους προπονητές και παίκτες, έχουν λαό, έχουν το know-how από final-four, αλλά απέτυχαν. Γιατί; Διότι παίζει κι ο αντίπαλος, διότι Σάρας και Σπανούλης ήταν πολύ διαβασμένοι στους ημιτελικούς, διότι οι αντίπαλοι ήταν πνευματικά πιο έτοιμοι, διότι κάποιοι κομβικοί παίκτες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού δεν μπήκαν ποτέ στο πνεύμα των αγώνων τους. Δικαιότατα η Φενέρ το κατέκτησε, διότι χωρίς Ναν ή Βεζένκοφ ή Τάις, κατάφερε να έχει ένα σύνολο συμπαγές, με βάθος στον πάγκο, με προσωπικότητες στο παρκέ διατεθειμένες να σηκώσουν στις πλάτες τους την ευθύνη και χωρίς δηλώσεις ή «προγνωστικά» έφτασαν μέχρι την κορυφή.
Στις ομάδες μας, έλειψε η υγεία. Κυριολεκτικά σε κάποιες περιπτώσεις σοβαρών τραυματισμών αλλά και μεταφορικά, με «χαλασμένα μυαλά», κακές σχέσεις εντός του οργανισμού και άλλα διάφορα, είτε στον έναν, είτε στον άλλον. Οι τελικοί για το πρωτάθλημα καταφθάνουν, αλλά τα σημαντικά είναι μετά, με ένα σωρό αλλαγές που θα υπάρξουν και θα μας φανερώσουν αν το πάθημα του Άμπου Ντάμπι έγινε μάθημα για την επόμενη χρονιά.