Ένοχη απόλαυση
22.03.24 | 15:28
Σε μια άλλη, οποιαδήποτε χώρα, το 4-0 ημίχρονο και 5-0 τελικό, σε ένα ματς με μορφή και σπουδαιότητα «τελικού», θα αντιμετωπιζόταν ακριβώς όπως είναι: σαν «πάρτι», σαν γιορτή του ποδοσφαίρου, σαν επίδειξη δύναμης.
Στην Ελλάδα της μιζέριας, ποδοσφαιρικής και μη, πέρα από τα προφανή και αυτονόητα πανηγύρια, αρκετοί ένιωσαν κάτι σαν μάγκωμα. «Μα 5 γκολ; Τα τέσσερα από το ημίχρονο;» «Ελπίζω να φυλάξαμε μερικά και για την Τρίτη». Σαν κάποιοι να ένιωσαν ενοχές που ρίξαμε πεντάρα…
Η νοοτροπία του «μισού – μηδέν»
Δεν είναι παράλογο όλο αυτό. Η Εθνική μας, γαλουχήθηκε ποδοσφαιρικά από το 2004 και μετά, με τη νοοτροπία και τη λογική του «μισού – μηδέν», της σφιχτής άμυνας, των πολλών χαφ στο κέντρο, των γκολ από στατικές φάσεις ή καμιά σκόρπια αντεπίθεση. Αυτή ήταν η συνταγή επιτυχίας στο Euro του 2004, αυτό συνεχίσαμε να κάνουμε και με τον Σάντος στη συνέχεια, ο οποίος ούτως ή άλλως, σε αυτό το μήκος κύματος ήταν ως προπονητής. Και μετά τον Σάντος, όποτε δοκιμάσαμε κάτι διαφορετικό, με Ρανιέρι ή Μαρκαριάν ή Φαν Σχιπ ή όποιον άλλον, φάγαμε τα μούτρα μας. Οπότε στο μυαλό μας «κλείδωσε» η σκέψη, σχεδόν βεβαιότητα, ότι δεν είμαστε ικανοί για τίποτα καλύτερο. Ότι είμαστε καμωμένοι μόνο για τέτοιου τύπου ποδόσφαιρο.
Ούτε οι αποδόσεις του παρελθόντος εξασφαλίζουν τις μελλοντικές, ούτε κανείς μπορεί να σου υποσχεθεί ότι με την ίδια και απαράμιλλη ποδοσφαιρική συνταγή, εσύ πάντα θα πετυχαίνεις και οι αντίπαλοί σου θα τρώνε τα μούτρα τους. Η Εθνική μας, μετά το 2004 ξαναπήγε σε Euro χωρίς να κάνει κάτι σπουδαίο, πήγε σε Μουντιάλ και έφτασε μέχρι τους «16» – και αυτά ήταν. Τα τελευταία χρόνια ήρθε η ανυποληψία, οι πολλές αλλαγές προπονητών, οι ταπεινωτικές ήττες από Φερόε και λοιπούς συγγενείς, συνεχόμενες αποτυχίες σε προκριματικά Euro, Μουντιάλ και Nations League, γκρίνια, απαξίωση, άδεια γήπεδα όποτε έπαιζε η Εθνική μας.
Ήμουν παραδοσιακά απ’ αυτούς, τους ελάχιστους «ρομαντικούς» ή «γραφικούς», που υποστήριζαν εδώ και χρόνια ότι παίζουμε πιο κάτω απ’ αυτό που μπορούμε. Ότι μπορεί να μην έχουμε τους φοβερούς αρτίστες και παιχταράδες, ότι η δεξαμενή του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι σχετική ρηχή και περιορισμένη, αλλά ότι ταυτόχρονα έχουμε μερικούς αξιόλογους παίκτες σε όλες τις γραμμές, με τους οποίους θα μπορούσαμε και θα «έπρεπε» να παρουσιάζουμε μια διαφορετική εικόνα: να παίζουμε ελαφρώς πιο δημιουργικά, να παράγουμε περισσότερες φάσεις, να επιβάλουμε το παιχνίδι μας στους πιο «αδύναμους» και να παίζουμε προσεκτικά και έξυπνα κόντρα στους «δυνατούς». Με τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Αγγλία ή την Ισπανία , προφανώς είναι αφελές να βγεις στο «ξέφωτο» και να προσπαθήσεις να παίξεις το ματς στα ίσια. Αλλά με ομάδες που είναι καταφανώς ασθενέστερες από εμάς, η Εθνική μας μπορούσε να είναι το αφεντικό του παιχνιδιού. Μόνο που αυτό διδάσκεται – δεν είναι μια επιφοίτηση που σου έρχεται ξαφνικά, ούτε ένας διακόπτης που τον γυρίζεις στο «attack mode».
Η κυριαρχική εμφάνιση της ομάδας του Πογέτ
Ο Γκουστάβο Πογέτ προφανώς το δίδαξε (και) αυτό, στον περιορισμένο χρόνο που είχε με τους διεθνείς. Διότι η εμφάνιση κόντρα στο Καζακστάν, είναι μεν μια εμφάνιση ομάδας ψυχωμένης, αποφασιστικής και πνευματικά έτοιμης αλλά ταυτόχρονα είναι και μια εμφάνιση ομάδας κυριαρχικής, δημιουργικής, που ξέρει πώς να επιτεθεί και τι πρέπει να κάνει για να σκοράρει. Ναι, «δεν σκοτώσαμε κανένα θηρίο», αλλά ομάδες σαν το Καζακστάν τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, είτε μας έχουν βάλει πολύ δύσκολα, είτε μας έχουν νικήσει. Αυτή τη φορά, ούτε αγχωθήκαμε για να κερδίσουμε, ούτε στη λογική του «μισού – μηδέν» μπήκαμε, ούτε βάλαμε ένα γκολ και οπισθοχωρήσαμε, ούτε ταμπουρωθήκαμε και κάναμε καθυστερήσεις για να διαφυλάξουμε το προβάδισμα. Μπήκαμε από το πρώτο λεπτό για να παίξουμε, να κυριαρχήσουμε, να βάλουμε γκολ, μετά κι άλλο γκολ κι άλλο… Μπήκαμε για να επιβληθούμε και να κερδίσουμε με τον δικό μας τρόπο, που δεν έχει καμία σχέση «με τον δικό μας τρόπο» που έχουμε μάθει τόσα χρόνια να παίζουμε.
Κι επειδή τα παιχνίδια δεν είναι μπουζούκια της δεκαετίας του ’90, όπου άφηνες «κάβα» μισό μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που δεν το κατανάλωνες όλο, ώστε να ξαναπάς μια άλλη μέρα, η Εθνική δεν είχε κανένα λόγο να βάλει τρία γκολ στο Καζακστάν και να «αφήσει κάβα» άλλα δυο για το ματς της Τρίτης στην Τιφλίδα. Αν είναι σοβαρή, συγκεντρωμένη και με μάτι που γυαλίζει, όπως το βράδυ της Πέμπτης, τότε μπορεί να τα καταφέρει. Ενδεχομένως με έναν άλλον τρόπο παιχνιδιού, πιθανότατα με τον διακόπτη όχι γυρισμένο στη θέση «attack mode» αλλά σε κάποια άλλη λειτουργία. Ο Πογέτ, προφανώς, ξέρει καλύτερα τις ιδανικές ρυθμίσεις.